- ἐπιτείχισις
- ἐπιτείχισιςbuilding a fort on the enemy's frontierfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιτειχίσει — ἐπιτείχισις building a fort on the enemy s frontier fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπιτειχίσεϊ , ἐπιτείχισις building a fort on the enemy s frontier fem dat sg (epic) ἐπιτείχισις building a fort on the enemy s frontier fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτείχισιν — ἐπιτείχισις building a fort on the enemy s frontier fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτείχιση — η (Α ἐπιτείχισις) [επιτειχίζω] εκτέλεση οχυρωματικών έργων, οχύρωση («τῇ ἐπιτειχίσει τῆς Δεκελείας προσεῑχον ἤδη τὸν νοῡν», Θουκ.) αρχ. 1. το σύνολο τών οχυρωματικών έργων, η αμυντική συγκρότηση 2. ανέγερση φρουρίου σε εχθρικά σύνορα … Dictionary of Greek
ουδέ — (Α οὐδέ) (αρν. μόριο που χρησιμοποιείται ως συμπλεκτικός σύνδ.) ούτε, και όχι αρχ. Ι. (ΩΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ) ΧΡΗΣΗ ΘΕΣΗ: 1. ως επί το πλείστον αντιτίθεται με το μὲν («ἄλλοις μὲν πᾱσιν ἑήνδανεν, οὐδέ ποθ Ἥρη, οὐδὲ Ποσειδάων , οὐδὲ γλαυκώπιδι κούρῃ», Ομ.… … Dictionary of Greek